Ἑβραϊκός

Ἑβραϊκός
Ἑβραϊκός , ή, όν (Philo; Jos., Ant. 1, 5; PGM 4, 3085; cp. IDefixWünsch 1, 12; 15; Mel., P. 1, 1; 94, 174) pert. to the Hebrew people, Hebrew γράμμασιν Ἑ. with Hebrew letters (EpArist 3; 30), which takes for granted that the language was also Hebrew (Jos., Ant. 1, 5; 12, 48) Lk 23:38 v.l.; cp. Kleine Texte 83, p. 9, 27=Asyn. 297, 19.—TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἑβραικός — Ἑβραϊκός , Ἑβραικός a Hebrew masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εβραϊκός — ή, ό (AM ἑβραϊκός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Εβραίους ή προέρχεται από αυτούς νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η Εβραϊκή α) η γλώσσα τών Εβραίων β) η συνοικία όπου κατοικούν ή έχουν τα καταστήματα τους οι Εβραίοι II. επίρρ. εβραϊκά (Μ… …   Dictionary of Greek

  • εβραϊκός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Εβραίους. 2. το θηλ. ως ουσ., εβραϊκή και το ουδ. πληθ. ως ουσ., εβραϊκά η εβραϊκή γλώσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τορά — Εβραϊκός όρος που μεταφράζεται γενικά Νόμος, αλλά δεν έχει μόνο νομική έννοια· σημαίνει και διδασκαλία: με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα 5 πρώτα βιβλία της Βίβλου που, σύμφωνα με τους Εβραίους, περιλαμβάνουν την κατεξοχήν διδασκαλία του Θεού.… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ἑβραικά — Ἑβραϊκά , Ἑβραικός a Hebrew neut nom/voc/acc pl Ἑβραϊκά̱ , Ἑβραικός a Hebrew fem nom/voc/acc dual Ἑβραϊκά̱ , Ἑβραικός a Hebrew fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑβραικώτερον — Ἑβραϊκώτερον , Ἑβραικός a Hebrew adverbial comp Ἑβραϊκώτερον , Ἑβραικός a Hebrew masc acc comp sg Ἑβραϊκώτερον , Ἑβραικός a Hebrew neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑβραικῶν — Ἑβραϊκῶν , Ἑβραικός a Hebrew fem gen pl Ἑβραϊκῶν , Ἑβραικός a Hebrew masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑβραικόν — Ἑβραϊκόν , Ἑβραικός a Hebrew masc acc sg Ἑβραϊκόν , Ἑβραικός a Hebrew neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Гебраизм — ]греч.[/p] Ἑβραϊκός еврейский ) Заимствование из древнееврейского языка …   Справочник по этимологии и исторической лексикологии

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”